-
1 kumaş
ύφασμα, πανί -
2 étoffe
ύφασμα -
3 linge
ύφασμα -
4 płachta
ύφασμα -
5 sukno
ύφασμα -
6 ścierka
ύφασμα -
7 полотно
-а, πλθ. полотна-тен, -тнам, ουδ.1. ύφασμα, πανί, οθόνη•суровое полотно χο-ντροειδές ύφασμα•
шёлковое полотно μεταξωτό ύφασμα•
белое полотно άσπρο πανί.
2. εικόνα (ζωγραφισμένη σε πανί). || μτφ. (φιλγ.) έκταση πλατιά.3. (τεχ.) λωρίδα, ταινία, κορδέλα.4. επίστρωση δρόμων.5. βλ. полотнище (2, 3 σημ.). -
8 ткань
-и θ.1. ύφασμα• ιστός•шерстяная ткань μάλλινο ύφασμα•
шлковая ткань μεταξωτό ύφασμα•
ткань пенелопы ο ιστός της Πηνελόπης.
2. (βιολ.) ιστός•соединительная ткань συνδετικός ιστός•
мышечная ткань το μυείλημα•
нервная ткань το νευρείλημα.
3. μτφ. πλοκή, υφή•словосная произведения η λογοτεχνική υφή του έργου.
-
9 драпировка
1. (обивание тканью) η πε-ρικάλυψη/επένδυση με ύφασμα 2. (материал обивки) το ύφασμα περικάλυψης/επένδυσης, η ταπετσαρία 3. (занавеска, портьера) το παραπέτασμαη κουρτίνα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > драпировка
-
10 материал
-
11 материя
-
12 полотно
-
13 ситец
-
14 ткань
-
15 тонкий
тонкий прям., лерен. λεπτός; \тонкийая талия η λεπτή μέση; \тонкийая ткань το λεπτό ύφασμα; \тонкий вкус το λεπτό γούστο; \тонкийая работа η λεπτή δουλειά* * *прям. перен.то́нкая та́лия — η λεπτή μέση
то́нкая ткань — το λεπτό ύφασμα
то́нкий вкус — το λεπτό γούστο
то́нкая рабо́та — η λεπτή δουλειά
-
16 трикотаж
трикотаж м 1) το πλεχτό (ύφασμα) 2) (изделия ) τα πλεχτά* * *м1) το πλεχτό (ύφασμα)2) ( изделия) τα πλεχτά -
17 хлопчатобумажный
хлопчатобумажный βαμβακερός; \хлопчатобумажныйая ткань το βαμβακερό ύφασμα* * *хлопчатобума́жная ткань — το βαμβακερό ύφασμα
-
18 шерсть
шерсть ж 1) (пряжа) το μαλλί, το έριο 2) (ткань ) το μάλλινο ύφασμα* * *ж1) ( пряжа) το μαλλί, το έριο2) ( ткань) το μάλλινο ύφασμα -
19 полотно
полотн||о́с1. ἡ ὀθόνη, τό πανί:суровое \полотно τό ἀλεύκαντο πανί· камчатное, узорчатое \полотно ὑφασμα λινόν, δαμασκηνό[ν]· льняное \полотно τό λινό· штапельное \полотно στα·· μπατο πανί· шелковое \полотно τό μεταξωτό ὑφασμα· бледный как \полотно ὠχρός σάν τό κερί·2. ж.-д. ἡ σιδηροδρομική γραμμή·3. тех.:\полотно пилы ἡ λάμα τοῦ πριονιοῦ·4. жив. ὁ πίνακας. -
20 репс
репсм текст. ὕφασμα μέ ραβδώσεις, ὕφασμα ταπετσαρίας.
См. также в других словарях:
ὕφασμα — woven robe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύφασμα — το / ὕφασμα, άσματος, ΝΑ [ὑφαίνω] το αποτέλεσμα τού υφαίνω, προϊόν που κατασκευάζεται με τη διαπλοκή κάθετων μεταξύ τους νημάτων σε υφαντικό ιστό, σε αργαλειό … Dictionary of Greek
ύφασμα — το, ατος καθετί που κατασκευάζεται με πλέξιμο νημάτων στον αργαλειό, ό,τι υφαίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαμάσκο — Ύφασμα γυαλιστερό και λείο που κατασκευάζεται συνήθως με μεταξωτές κλωστές. Το σχέδιο, που δίνεται με την ύφανση και όχι με το χρώμα, επιτυγχάνεται από την αντίθεση ανάμεσα στο στημόνι και στο υφάδι, που προκαλείται με την αντανάκλαση του φωτός… … Dictionary of Greek
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek
ὕφασμ' — ὕφασμα , ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc sg ὕ̱φασμαι , ὑφάζω perf ind mp 1st sg ὕ̱φασμαι , ὑφαίνω weave perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφασμάτων — ὕφασμα woven robe neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσμασι — ὕφασμα woven robe neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσμασιν — ὕφασμα woven robe neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσματα — ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσματι — ὕφασμα woven robe neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)